ἀπατηλά

ἀπατηλά
ἀπατηλός
producing illusion
neut nom/voc/acc pl
ἀπατηλά̱ , ἀπατηλός
producing illusion
fem nom/voc/acc dual
ἀπατηλά̱ , ἀπατηλός
producing illusion
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀπατηλάς — ἀπατηλά̱ς , ἀπατηλός producing illusion fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁπατηλάς — ἀπατηλά̱ς , ἀπατηλός producing illusion fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδημαγωγώ — καταδημαγωγῶ, έω (Α) 1. εξαπατώ, παραπλανώ τον δήμο, δηλ. τον λαό, και ουσιαστικά καθιστώ άχρηστα τα δικαιώματά του με απατηλά λόγια και κολακείες 2. παθ. καταδημαγωγοῡμαι, έομαι παραπλανούμαι με απατηλά λόγια και κολακείες …   Dictionary of Greek

  • DORMIO — quasi Dermio, a Graeco δέρμα, i. e. pellis: quemadmodum ex benus, bonus, ex hemo, homo; ex Κερκύρα, Corcyra factum, Nempe vett. haec in pellibus dormiendi consuetudo est: in sacris inptimis, quod proprie Incubare Vett. dixêrunt. Tantopere namque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • δημαγωγία — Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ.… …   Dictionary of Greek

  • δημαγωγός — ο (AM δημαγωγός) αυτός που με απατηλά και ανέντιμα μέσα παραπλανά τον λαό και τόν προσεταιρίζεται για να πετύχει τους σκοπούς του αρχ. ο ηγέτης, ο λαϊκός ηγέτης, ο επικεφαλής μεγάλου κόμματος ή παράταξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + αγωγός < άγω] …   Dictionary of Greek

  • δημαγωγώ — (AM δημαγωγῶ, έω) [δημαγωγός] είμαι δημαγωγός, εξασφαλίζω την εύνοια τού λαού με απατηλά μέσα αρχ. 1. είμαι ηγέτης τού δήμου, τού λαού 2. προσπαθώ να αποκτήσω την εύνοια κάποιου, σαγηνεύω κάποιον εκμεταλλευόμενος τα πάθη του («ἀλλ ἦ δημαγωγεῑ… …   Dictionary of Greek

  • εμπορεύομαι — (AM ἐμπορεύομαι) 1. είμαι έμπορος, ασκώ το επάγγελμα τού εμπόρου («καί διά ταῡτα πλείους τε καὶ ἥδιον ἐμπορεύοιντο», Ξεν.) 2. εκμεταλλεύομαι για χρηματισμό (συνήθ. με κακή σημασία για εκμετάλλευση γυναικών) (α. «οἱ ἄνθρωποι οὗτοι... μεθ ἡμῶν… …   Dictionary of Greek

  • εξαπατύλλω — ἐξαπατύλλω (Α) υποκορ. τ. τού εξαπατώ, σε κωμ. ποιητ. ενεργώ ή φέρομαι κάπως απατηλά σε κάποιον, εξαπατώ λίγο, ξεγελώ κατά κάποιον τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ απατώ + περισταλτική κατάλ. ύλλω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”